κατασταίνω

κατασταίνω
(Μ κατασταίνω)
κάνω, κατεργάζομαι κάτι
νεοελλ.
1. στήνω
2. αρραβωνιάζω
3. παροιμ. «άσπρος γεννάτ' ο κόρακας κι ύστερα γαλανιάζει και μαύρος καταστένεται και τους γονιούς του μοιάζει» — τα παιδιά κατ' ανάγκην θα μοιάσουν στους γονείς τους
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) καταστασάμενος, -η, -ο(ν)
α) ηλικιωμένος
β) ευκατάστατος, νοικοκύρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατα-σταίνω αντί τού ορθ. κατα-στένω < κατ(α)*- + στένω (ενεστ. σχηματισμένος υποχωρητ. < -στη-ν, αόρ. τού ἵσταμαι). Με -αι- γράφονται οι ενεστώτες σε -αίνω που προέκυψαν υποχωρητ. από ένσιγμους αορίστους (πρβλ. βλαστ-αίνω < -βλάστη-σα), τελικά όμως η γραφή αυτή γενικεύθηκε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασταίνω — κατάστησα, καταστήθηκα, καταστημένος 1. κάνω κάτι: Κατάστησε φρουρά. 2. διορίζω: Τον κατάστησε πρόεδρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατάστητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη την κανονική του σύσταση, αγίνωτος 2. (για πρόσωπα) ανώριμος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατασταίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”